Λέξη: υπόλοιπο

Σχετικές λέξεις: υπόλοιπο

υπόλοιπο mb vodafone, υπόλοιπο wind, υπόλοιπο αττικής, υπόλοιπο χρόνου ομιλίας vodafone καρτοκινητο, υπόλοιπο χρόνου ομιλίας wind, υπόλοιπο κάρτας cosmote, υπόλοιπο αττικής δήμοι, υπόλοιπο q, υπόλοιπο paysafe, υπόλοιπο διαίρεσης, cosmote υπόλοιπο, υπόλοιπο vodafone

Συνώνυμα: υπόλοιπο

ανάπαυση, ξεκούραση, ανάπαυλα, ηρεμία, παύση, ισορροπία, ισοζύγιο, κλείσιμο λογαριασμών, ισολογισμός, πλαστίγκα, απομεινάρι, υπόλειμμα, λείψανο, ρετάλι, υποστάθμη

Μεταφράσεις: υπόλοιπο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
residue, rest, balance, remainder, residual, rest of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
resto, residuo, desecho, descanso, demás, reposo, descansar
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rest, restbetrag, überrest, rückstand, abfallprodukt, relikt, ablagerung, Erholung, Rest, Ruhe, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
surplus, résidu, appoint, vestige, reste, restant, solde, arriéré, repos, autres, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimanenza, resto, rimanente, avanzo, residuo, riposo, altri, di riposo, riposare
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
restante, resto, descanso, repouso, descansar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staartje, afval, overige, rommel, resterende, restant, rest, rust, rusten, overblijfsel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
осадок, остаток, подонки, вещество, отстой, остальные, остальное, отдых, остальная, остальной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
levning, rest, resten, hvile, ro, øvrige, søvn
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
behållning, rest, vila, resten, övriga, övrigt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäte, ylijäämä, tähde, levätä, lepo, loput, selkänojat, muualla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rest, hvile, resten, øvrige, resterende
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přebytek, zůstatek, pozůstatek, zbytek, odpočinek, ostatní, odpočinku, klidu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pozostałość, reszta, posmak, odpoczynek, wypoczynek, odpoczynku, resztę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csapadék, pihenés, többi, többit, pihenésre, nyugalmi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalıntı, artık, dinlenme, geri kalanı, kalanı, kalan, geri kalan
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
житлової, житловою, житловій, решта, інші, решту, останні
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushim, pjesa tjetër, tjetër, tjerët, pjesën tjetër
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
почивка, покой, отдих, за почивка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
астача, астатнія, іншыя, остальные
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jäätmed, jääk, puhkus, ülejäänud, allaklapitav, muu, puhata
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ostatak, talog, odmor, ostali, ostalo, Ostala
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvíld, restin, hvíla, afgangurinn, meira
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
likutis, poilsis, likusieji, poilsio, likusi, likusios
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārpalikums, atlikums, atpūta, pārējais, atpūsties, atpūtas, pārējā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одмор, остатокот, останатите, останатиот, другите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rest, odihnă, repaus, de odihnă, de repaus, de odihna
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
počitek, ostalo, ostali, preostanek, preostali
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvyšok, zbytok, zostatok, zvyšku

Στατιστικά δημοτικότητας: υπόλοιπο

Τυχαίες λέξεις