Поколение στα ελληνικά
Μετάφραση: поколение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπαράγω, ράτσα, γενιά, γεννοβολώ, καταγωγή, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
![Поколение στα ελληνικά Поколение στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-27587.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буханка στα ελληνικά - φρατζόλα, καρβέλι, φραντζόλα, ψωμί, φραντζόλας
- государственный στα ελληνικά - ηγεμόνας, κρατίδιο, κυρίαρχος, εθνικός, κράτος, αυτεξούσιος, κοινός, ...
- деваться στα ελληνικά - πηγαίνω, εξαφανίζομαι, εξαφανίζονται, εξαφανιστούν, εξαφανιστεί, εξαφανίζεται, να εξαφανιστούν
- дисконт στα ελληνικά - μείωση, σκόντο, έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
Τυχαίες λέξεις
Поколение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπαράγω, ράτσα, γενιά, γεννοβολώ, καταγωγή, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
Μεταφράσεις: αναπαράγω, ράτσα, γενιά, γεννοβολώ, καταγωγή, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής