Поколение στα ελληνικά

Μετάφραση: поколение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπαράγω, ράτσα, γενιά, γεννοβολώ, καταγωγή, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
Поколение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буханка στα ελληνικά - φρατζόλα, καρβέλι, φραντζόλα, ψωμί, φραντζόλας
  • государственный στα ελληνικά - ηγεμόνας, κρατίδιο, κυρίαρχος, εθνικός, κράτος, αυτεξούσιος, κοινός, ...
  • деваться στα ελληνικά - πηγαίνω, εξαφανίζομαι, εξαφανίζονται, εξαφανιστούν, εξαφανιστεί, εξαφανίζεται, να εξαφανιστούν
  • дисконт στα ελληνικά - μείωση, σκόντο, έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
Τυχαίες λέξεις
Поколение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπαράγω, ράτσα, γενιά, γεννοβολώ, καταγωγή, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής