Λέξη: ρετσίνι

Σχετικές λέξεις: ρετσίνι

ρετσίνι στο αυτοκίνητο, ρετσίνι ελάτου, ρετσίνι στα μαλλιά, ρετσίνι στα ρούχα, καθαρισμός ρετσίνι, ρετσίνι πεύκου, ρετσίνι από τα ρούχα, ρετσίνι ιδιότητες, ρετσίνι αγορά, το ρετσίνι

Συνώνυμα: ρετσίνι

ρητίνη, ρετσίνα, κολοφώνιο, ρετσινόπισσα

Μεταφράσεις: ρετσίνι

ρετσίνι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
resin, rosin, retsini, gum resin, resin from

ρετσίνι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
resina, de resina, resina de, la resina, resinas

ρετσίνι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
harz, granulat, baumharz, Harz, Harzes

ρετσίνι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
résine, colophane, la résine, une résine, de résine, résine de

ρετσίνι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
resina, in resina, resine, di resina, della resina

ρετσίνι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renúncia, resina, resina de, de resina, resinas, da resina

ρετσίνι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hars, kunsthars, resin, kunststof

ρετσίνι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смолить, канифоль, канифолить, каучук, камедь, мастика, смола, смолы, смолу, полимер, смолой

ρετσίνι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
harpiks, kvae, resin, harpiksen

ρετσίνι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
harts, hartset, hartsen

ρετσίνι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pihka, hartsi, hartsin, hartsia, hartsista, hartsilla

ρετσίνι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
harpiks, harpiksen, resin

ρετσίνι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pryskyřice, kalafuna, pryskyřici, pryskyřicí, pryskyřic

ρετσίνι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kalafonia, gumożywica, żywica, żywicy, żywicę, żywicą, żywic

ρετσίνι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyanta, gyantát, gyantával, műgyanta, gyantához

ρετσίνι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sakız, reçine, reçinesi, reçinenin, rezin

ρετσίνι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безжурний, життєрадісний, еластичний, пружний, смола, смоли

ρετσίνι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrëshirë, rrėshirė, rrëshire, rrëshirë të, rrëshirë artificiale

ρετσίνι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колофон, смола, смолата, смоли, със смола

ρετσίνι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
смала

ρετσίνι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaik, vaigu, vaiku, vaiguga, vaigu käsitöö

ρετσίνι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smola, smole, smolu, smolom, smola je

ρετσίνι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
plastefni, trjákvoða, resín, kvoðan, kvoðu

ρετσίνι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
derva, sakai, dervos, dervų, dervomis

ρετσίνι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sveķi, sveķu, sveķiem, sveķus

ρετσίνι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смола, смолата, смоли, на смола

ρετσίνι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răşină, rășină, rasina, de rășină, rășini, rășină de

ρετσίνι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
smola, smole, smolo, smol, s smolo

ρετσίνι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smola, živice, živica, živíc, živicu
Τυχαίες λέξεις