Покрывать στα ελληνικά
Μετάφραση: покрывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέτρο, καλκάνι, παλτό, μετρώ, υπόθεση, πληρώνω, κορυφή, αντεπεξέρχομαι, κανονίζω, στρώνω, κοσμικός, θήκη, ξαπλώνω, άλογο, πληρωμή, αποζημιώνω, συγκάλυψη, καλύψει έως, καλύψει έως και, καλύπτει έως, να καλύψει έως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арабеска στα ελληνικά - αραβούργημα, Arabesque, αραμπέσκ, αραβουργήματα, αραβουργικών
- вмешиваться στα ελληνικά - διακόπτω, παραποιώ, αλλοιώνω, παρεμβαίνω, παρεμβάλλω, επεμβαίνω, θέσει, ...
- голодранец στα ελληνικά - ζητιάνος, εξαντλημένος, deadbeat
- заваливаться στα ελληνικά - πτώση, βυθίζω, εκπίπτω, καταρρέω, σωριάζομαι, πέφτω, βυθίζομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Покрывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέτρο, καλκάνι, παλτό, μετρώ, υπόθεση, πληρώνω, κορυφή, αντεπεξέρχομαι, κανονίζω, στρώνω, κοσμικός, θήκη, ξαπλώνω, άλογο, πληρωμή, αποζημιώνω, συγκάλυψη, καλύψει έως, καλύψει έως και, καλύπτει έως, να καλύψει έως
Μεταφράσεις: μέτρο, καλκάνι, παλτό, μετρώ, υπόθεση, πληρώνω, κορυφή, αντεπεξέρχομαι, κανονίζω, στρώνω, κοσμικός, θήκη, ξαπλώνω, άλογο, πληρωμή, αποζημιώνω, συγκάλυψη, καλύψει έως, καλύψει έως και, καλύπτει έως, να καλύψει έως