Покушать στα ελληνικά

Μετάφραση: покушать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρώω, έχω, έχε, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
Покушать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амбивалентность στα ελληνικά - αμφιθυμία, αμφισημία, αμφιθυμίας, την αμφιθυμία, αμφισημίας
  • безмозглый στα ελληνικά - χαζός, θαμπός, άμυαλος, αμυδρός, θολωμένος, ανεγκέφαλος, θολός, ...
  • бережливо στα ελληνικά - φειδώ, λιτά, με φειδώ, frugally, ολιγαρκώς
  • дерзкий στα ελληνικά - ασύστολος, αλαζονικός, ιταμός, αυθάδης, θρασύς, φρέσκος, απερίσκεπτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Покушать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρώω, έχω, έχε, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε