Полить στα ελληνικά

Μετάφραση: полить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύδωρ, νερό, ποτίζω, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
Полить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • архаический στα ελληνικά - αρχαίος, απαρχαιωμένος, αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, αρχαϊκής
  • безуспешный στα ελληνικά - ανεπιτυχής, ηττηθείς, ανεπιτυχείς, ανεπιτυχή, ηττήθηκε
  • гать στα ελληνικά - κράσπεδο, τάφρος, φραγμός, ανάχωμα, φράγμα, κλειδαριά, ανυψωμένος δρόμος, ...
  • джойс στα ελληνικά - χαρά, Joyce, Τζόις, Τζόυς
Τυχαίες λέξεις
Полить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύδωρ, νερό, ποτίζω, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε