Λέξη: δυσανάγνωστος
Σχετικές λέξεις: δυσανάγνωστος
δυσανάγνωστοσ μετάφραση
Συνώνυμα: δυσανάγνωστος
ανεξιχνίαστος
Μεταφράσεις: δυσανάγνωστος
δυσανάγνωστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unreadable, illegible, illisible, indecipherable
δυσανάγνωστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ilegible, ilegibles, leer, indescifrable, puede leer
δυσανάγνωστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unlesbar, unleserlich, lesbar, nicht lesbar, unlesbaren
δυσανάγνωστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indéchiffrable, illisible, illisibles, lisible
δυσανάγνωστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illeggibile, illeggibili, leggibile, indecifrabile, non leggibile
δυσανάγνωστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilegível, ilegíveis, indecifrável, ilegíveis por
δυσανάγνωστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onleesbaar, onleesbare, onleesbaar is, leesbaar, onleesbaar zijn
δυσανάγνωστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неразборчивый, нечеткий, скучный, неудобочитаемый, нечитаемый, нечитаемым, нечитаемыми, нечитаемые, нечитабельным
δυσανάγνωστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uleselig, uleselige, leses, kan leses, unreadable
δυσανάγνωστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oläsbar, oläslig, oläsliga, oläsbara, otillförlitliga
δυσανάγνωστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sotkuinen, epäselvä, lukukelvoton, voi lukea, lukukelvottomia, lukukelvottomaksi
δυσανάγνωστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ulæselig, ulæselige, ulæseligt, læses, kan læses
δυσανάγνωστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nerozluštitelný, nečitelný, nečitelná, nečitelné, špatně čitelné, špatně čitelné z
δυσανάγνωστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieczytelny, nieczytelna, nieczytelne, odczytać, odczytania
δυσανάγνωστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
olvashatatlan, olvashatatlanná, olvasható, nem olvasható, olvashatatlanul
δυσανάγνωστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
okunaksız, okunamayan, okunamaz, okunamıyor, okunmaz, yazılar okunamıyor
δυσανάγνωστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нудний, занудливий, нерозбірливий, нечитаний
δυσανάγνωστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paqartë, paqartë, palexueshme, palexueshëm, të palexueshme
δυσανάγνωστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нечетлив, нечетим, нечетимо, неразгадаемо, в нечетимо
δυσανάγνωστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нечытэльны
δυσανάγνωστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
loetamatu, ebaselge, loetamatuks, loetavad, loetamatud
δυσανάγνωστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nečitak, nečitljiv, nečitljiva, nečitljive, nečitljivi
δυσανάγνωστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ólæsileg, ólæsilegar, ólesanleg, ólesanlegt, ólesanlegur
δυσανάγνωστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neapsiskaitęs, neįskaitomas, neįmanoma perskaityti, neskaito
δυσανάγνωστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesalasāms, nenolasāmiem, nelasāmi, lasāma, nelasāms
δυσανάγνωστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прочите, нечитливи, нечитлива, нечитлив, неразбран
δυσανάγνωστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ilizibil, fi citit, imposibil de citit, poate fi citit, ilizibile
δυσανάγνωστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neberljiv, neberljivi, neberljivo, nečitljiv, neberljive
δυσανάγνωστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nečitateľný, je nečitateľný, čitateľný
Τυχαίες λέξεις