Половодье στα ελληνικά
Μετάφραση: половодье, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλημμυρίζω, πλημμύρες, κατακλύζω, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, τις πλημμύρες
Μεταφράσεις
- адвербиальный στα ελληνικά - επιρρηματικός, επιρρηματικές, επιρρηματικό, επιρρηματικών, επιρρηματικοί
- безраздельно στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
- бордовый στα ελληνικά - οινώδης, οινικής, οινικής προέλευσης, οινικής προελεύσεως, οινικής προελεύσεως που βρίσκονται
- даун στα ελληνικά - κάτω, πούπουλο, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
Τυχαίες λέξεις
Половодье στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλημμυρίζω, πλημμύρες, κατακλύζω, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, τις πλημμύρες
Μεταφράσεις: πλημμυρίζω, πλημμύρες, κατακλύζω, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, τις πλημμύρες