Помогать στα ελληνικά
Μετάφραση: помогать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοήθεια, βοηθός, προάγω, διευκολύνω, βοήθημα, αρωγή, υποφέρω, ωφελώ, δεύτερον, επικουρία, όφελος, δεύτερος, χρησιμεύω, γεννώ, βοηθώ, προωθώ, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асфальт στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
- вопить στα ελληνικά - φωνάζω, στριγγλίζω, στριγκλίζω, ουρλιάζω, κραυγή, φωνάζουν, φωνάξει, ...
- вылежаться στα ελληνικά - ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
- двухмерный στα ελληνικά - δύο διαστάσεων, δισδιάστατο, δυσδιάστατη, δισδιάστατη, δισδιάστατων
Τυχαίες λέξεις
Помогать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοήθεια, βοηθός, προάγω, διευκολύνω, βοήθημα, αρωγή, υποφέρω, ωφελώ, δεύτερον, επικουρία, όφελος, δεύτερος, χρησιμεύω, γεννώ, βοηθώ, προωθώ, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Μεταφράσεις: βοήθεια, βοηθός, προάγω, διευκολύνω, βοήθημα, αρωγή, υποφέρω, ωφελώ, δεύτερον, επικουρία, όφελος, δεύτερος, χρησιμεύω, γεννώ, βοηθώ, προωθώ, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν