Λέξη: κατσίκα

Σχετικές λέξεις: κατσίκα

κατσίκα ζάανεν, κατσίκα ζουζούνια, κατσίκα ονειροκρίτης, κατσίκα νομίζει πως είναι... κότα -βιντεο, κατσίκα νομίζει ότι είναι κότα, κατσίκα μάλτας, κατσίκα μούρθια, κατσίκα νομίζει πως είναι... κότα, κατσίκα κότα, κατσίκα πυγμαίος

Συνώνυμα: κατσίκα

αίγα, τράγειος, τράγος, αίξ, γίδα

Μεταφράσεις: κατσίκα

κατσίκα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
goat, a goat, goats

κατσίκα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cabra, de cabra, la cabra, cabras, macho cabrío

κατσίκα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ziege, geiß, Ziege, Ziegen, goat

κατσίκα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
oie, bouc, bique, caprin, baudet, chèvre, de chèvre, chèvres, la chèvre

κατσίκα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capra, di capra, caprino, goat, capre

κατσίκα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabra, alvo, caprino, animal, de cabra, bode, caprinos

κατσίκα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bok, geit, geiten, geitenkaas, goat

κατσίκα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
козерог, коза, козёл, козел, козы, козла, козьего

κατσίκα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
geit, goat, geite, bukken, geita

κατσίκα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
get, getter, geten, goat

κατσίκα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuttu, vuohi, vuohen, goat, vuohien, vuohenliha

κατσίκα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ged, gede, geder, geden

κατσίκα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koza, kozel, kozí, koz, kozy, kozího

κατσίκα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kozioł, kozica, koza, kóz, goat, kozy

κατσίκα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szatír, kecske, kecskét, goat, kecske-, kecskesajt

κατσίκα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keçi, keçisi, goat, keci

κατσίκα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
козеріг, цап, цапе, козел, коза, худобу, козла

κατσίκα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhi, cjap, dhie, cjapi

κατσίκα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коза, кози, козе, козел, козите

κατσίκα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гусь, каза, казёл, Козел, Козелаў, козлаў, казёл над

κατσίκα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaljukits, kits, peksupoiss, kitse, kitsede, kitse kohta, kitse-

κατσίκα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koza, kozu, kozji, jarac, kozjeg, kozje

κατσίκα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geit, geitum, geita, geithafur, hafurinn

κατσίκα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ožka, ožys, ožkų, ožkos, ožkienos

κατσίκα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
āzis, kaza, kazu, kazas, kazām, goat

κατσίκα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
козата, коза, козјо, јарец, козјото, кози

κατσίκα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capră, de capră, capra, caprine, capre

κατσίκα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koza, goat, koze, kozji, koz

κατσίκα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koza, kozy

Στατιστικά δημοτικότητας: κατσίκα

Τυχαίες λέξεις