Поощрить στα ελληνικά
Μετάφραση: поощрить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προωθώ, ζητωκραυγάζω, προάγω, ανατρέφω, ενθαρρύνω, θετός, υιοθετώ, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, την ενθάρρυνση, να ενθαρρύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ату στα ελληνικά - αντιστοιχία, ψηλά, καταμέτρηση, συμπίπτουν, συμφωνία τους
- валюта στα ελληνικά - συνάλλαγμα, λογομαχία, νόμισμα, τιμή, ανταλλάσσω, αξία, εκτιμώ, ...
- глуповатый στα ελληνικά - πληκτικός, μουντός, βαρετός, μουχρός, άτολμος, ανόητο, sheepish, ...
- жох στα ελληνικά - μπερμπάντης, zhoh
Τυχαίες λέξεις
Поощрить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προωθώ, ζητωκραυγάζω, προάγω, ανατρέφω, ενθαρρύνω, θετός, υιοθετώ, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, την ενθάρρυνση, να ενθαρρύνει
Μεταφράσεις: προωθώ, ζητωκραυγάζω, προάγω, ανατρέφω, ενθαρρύνω, θετός, υιοθετώ, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, την ενθάρρυνση, να ενθαρρύνει