Пополнить στα ελληνικά

Μετάφραση: пополнить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρώ, ανεφοδιάζω, top, κορυφή, αρχή, σελίδας, αρχή σελίδας
Пополнить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адаптер στα ελληνικά - προσαρμογέας, προσαρμογέα, μετασχηματιστή, του προσαρμογέα, προσαρμοστή
  • возразить στα ελληνικά - αποκηρύσσω, διαψεύδω, αντιτείνω, ανταπαντώ, ένσταση, αντιφάσκω, αποποιούμαι, ...
  • дюжинный στα ελληνικά - συνηθισμένος, μέτριος, κοινός, από τη δωδεκάδα, κατά δεκάδες, κατά δωδεκάδες
  • желтуха στα ελληνικά - ίκτερο, ίκτερος, ίκτερου, ικτέρου, ο ίκτερος
Τυχαίες λέξεις
Пополнить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρώ, ανεφοδιάζω, top, κορυφή, αρχή, σελίδας, αρχή σελίδας