Пополнять στα ελληνικά
Μετάφραση: пополнять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ολόκληρος, αναπληρώ, περατώνω, ανεφοδιάζω, ολοκληρώνω, αναπληρωθούν, αναπλήρωση, ανασύσταση, την ανασύσταση, τροφοδοτήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анатомирование στα ελληνικά - ανατομία, ανατομίας, την ανατομία, της ανατομίας, ανατομική
- выронить στα ελληνικά - μειώνομαι, ρανίδα, σταγόνα, ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, ...
- драматический στα ελληνικά - δραματικός, δραματική, δραματικές, δραματικό, δραματικά
- дурнеть στα ελληνικά - χάνω, χάνουν, χάσουν, χάσετε, χάσει, να χάσουν
Τυχαίες λέξεις
Пополнять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ολόκληρος, αναπληρώ, περατώνω, ανεφοδιάζω, ολοκληρώνω, αναπληρωθούν, αναπλήρωση, ανασύσταση, την ανασύσταση, τροφοδοτήσει
Μεταφράσεις: ολόκληρος, αναπληρώ, περατώνω, ανεφοδιάζω, ολοκληρώνω, αναπληρωθούν, αναπλήρωση, ανασύσταση, την ανασύσταση, τροφοδοτήσει