Λέξη: υποκινητής

Σχετικές λέξεις: υποκινητής

υποκινητής συνώνυμο, υποκινητής γονιδίου, υποκινητής συνώνυμα, ο υποκινητής

Συνώνυμα: υποκινητής

μετακινών, εισηγητής, ηθικός αυτουργός, συνεργός, ανακινητής, ταραξίας, ταραχοποιός, αναμικτήρας, ανάμικτρο, εμπνευστής, υποβολέας

Μεταφράσεις: υποκινητής

υποκινητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abettor, mover, instigator, promoter, promoter is, promoter of

υποκινητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
autor, motor, empresa de mudanzas, compañía de mudanzas, mudanzas

υποκινητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstifter, Antragsteller, Maschine, Mover, Bewegungs, Antrieb

υποκινητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aide, instigateur, complice, fauteur, agitateur, déménageur, motionnaire, Mover, moteur, entreprise de déménagement

υποκινητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
motore, Mover, mossa, dell'Utilità di spostamento, promotore

υποκινητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instigador, motor, movedor, mover, movimentador, movimentador de

υποκινητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medeplichtige, mededader, verhuizer, mover, beweger, krachtwerktuig, drijfveer

υποκινητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соумышленник, соучастник, сообщник, пособник, подстрекатель, двигатель, двигателем, движитель, движущей силой, движущей

υποκινητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mover, Flytter, klipperen, Vogn, Flytting

υποκινητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mover, motor, ställaren, källa, förslagsställaren

υποκινητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liikkuja, mover, edelläkävijän, tulijan, aloitteentekijä

υποκινητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mover, Flyt, motor, Moveren, forslagsstilleren

υποκινητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podněcovatel, stěhovák, mover, hybatel, hybatelem, iniciátor

υποκινητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
współsprawca, napęd, wnioskodawca, mover, urządzenie poruszające, poruszające

υποκινητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
speditőr, mozgató, mover, hajtómű, mozgatója

υποκινητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hareket ettirici, taşıyıcı, Mover, hamle, hareket ettiren

υποκινητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
співумисник, спільник, підбурювач, співучасник, двигун, Двигатель

υποκινητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
forcë lëvizëse, forcë lëvizëse e, forcë lëvizëse të, lëvizësi, lëvizës

υποκινητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
двигател, инициатор, движеща сила, на изпреварващия ход, изпреварващия ход

υποκινητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рухавік

υποκινητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
julgustaja, utsitaja, liikuja, tegutseja, tulija, mover, turuletulija

υποκινητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poticanje, pokretač, pokreta, mover, pokretačka snaga, predlagač

υποκινητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flutningsmaður, flutningsmaður að

υποκινητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iniciatorius, pradininko, iniciatorių, variklis

υποκινητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
filma, mover, ienācēja, iniciatore, iniciatora

υποκινητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
двигател, подвижник, пионери, движечка сила, иницијатор

υποκινητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
motor, venit, mover, sosit, precursorului

υποκινητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mover, zagovorniku, koraka, gonilna sila, poslu

υποκινητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sťahovák, stahovak
Τυχαίες λέξεις