Поразить στα ελληνικά
Μετάφραση: поразить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπλήσσω, ξαφνιάζω, απεργία, εντυπωσιάζω, αποσβολώνω, ζαλίζω, παίρνω, χτυπώ, συντρίβω, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биофизик στα ελληνικά - βιοφυσικός, βιοφυσικό, βιοφυσικούς, η βιοφυσικός, ο βιοφυσικός
- бракераж στα ελληνικά - καρέ, απόρριψη, ανακόπτω, σταματώ, επιθεώρηση, αναχαιτίζω, brakerazh
- глупить στα ελληνικά - χαζός, βλάκας, κοροϊδεύω, ανόητα, foolishly, ανοήτως, απερίσκεπτα, ...
- диверсант στα ελληνικά - κατάσκοπος, κατασκοπεύω, σαμποτέρ, saboteur, σαμποτέρ ο, δολιοφθορεύς, κωλυσιεργός
Τυχαίες λέξεις
Поразить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπλήσσω, ξαφνιάζω, απεργία, εντυπωσιάζω, αποσβολώνω, ζαλίζω, παίρνω, χτυπώ, συντρίβω, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε
Μεταφράσεις: εκπλήσσω, ξαφνιάζω, απεργία, εντυπωσιάζω, αποσβολώνω, ζαλίζω, παίρνω, χτυπώ, συντρίβω, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε