Посасывать στα ελληνικά
Μετάφραση: посасывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλείφω, ρουφώ, θηλάζω, πιπιλίζουν σε, πιπιλίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абдоминальный στα ελληνικά - γαστρικός, κοιλιακός, κοιλιακό, κοιλιακή, κοιλιακού, κοιλιακής
- аэробика στα ελληνικά - αερόμπικ, αεροβική γυμναστική, αεροβική, αεροβικής, αεροβικής γυμναστικής
- вразнобой στα ελληνικά - discordantly
- децилитр στα ελληνικά - δέκατο λίτρου, δεκατόλιτρο, deciliter, δέκατο του λίτρου, δεκάλιτρο
Τυχαίες λέξεις
Посасывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλείφω, ρουφώ, θηλάζω, πιπιλίζουν σε, πιπιλίζουν
Μεταφράσεις: γλείφω, ρουφώ, θηλάζω, πιπιλίζουν σε, πιπιλίζουν