Поселять στα ελληνικά

Μετάφραση: поселять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυτό, κανονίζω, φυτεύω, εγκαθίσταμαι, εργοστάσιο, κάθισμα, καθίζω, εντοπίζω, εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίστε, εντοπίσει, εντοπισμό
Поселять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благовоспитанный στα ελληνικά - ευγενικός, εκλεπτυσμένη, ξεπεσμένου, ευγενής, ευγενή
  • браковать στα ελληνικά - αποφάγια, έλλειψη, υστέρημα, ρίξιμο, επιτελείο, καταδικάζω, βολή, ...
  • визирь στα ελληνικά - βεζίρης, Βεζύρη, βεζίρη, Βεζύρης, Vizier
  • гнездо στα ελληνικά - στέγαση, φωλιάζω, σχισμή, συστοιχία, σύμπλεγμα, υποδοχή, πρίζα, ...
Τυχαίες λέξεις
Поселять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυτό, κανονίζω, φυτεύω, εγκαθίσταμαι, εργοστάσιο, κάθισμα, καθίζω, εντοπίζω, εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίστε, εντοπίσει, εντοπισμό