Λέξη: δολιοφθορά
Σχετικές λέξεις: δολιοφθορά
δολιοφθορά συνώνυμο, δολιοφθορά λεξικό, δολιοφθορά ορισμος
Συνώνυμα: δολιοφθορά
σαμποτάζ, κωλυσιεργία
Μεταφράσεις: δολιοφθορά
δολιοφθορά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sabotage, tampering, sabotage of, acts of sabotage
δολιοφθορά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sabotaje, sabotear, el sabotaje, sabotajes, de sabotaje, un sabotaje
δολιοφθορά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
untergraben, sabotieren, sabotage, Sabotage, Sabotageakte
δολιοφθορά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sabotage, saboter, le sabotage, de sabotage, sabotages, du sabotage
δολιοφθορά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sabotaggio, sabotare, sabotaggi, il sabotaggio, di sabotaggio, un sabotaggio
δολιοφθορά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sabotar, sabotagem, sabotagens, a sabotagem, de sabotagem
δολιοφθορά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
saboteren, sabotage, sabotage te, de sabotage, van sabotage
δολιοφθορά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
саботировать, вредительство, диверсия, саботаж, саботажа, диверсии
δολιοφθορά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sabotasje, sabotere, sabotasje-
δολιοφθορά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sabotera, sabotage, sabotaget
δολιοφθορά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sabotaasi, tuhotyö, tihutyö, tuhota, sabotoida, sabotaasin, sabotointia, sabotaasia
δολιοφθορά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sabotage, sabotagen
δολιοφθορά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sabotáž, sabotáže, sabotáží, sabotážní, sabotáži
δολιοφθορά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dywersja, sabotaż, sabotować, sabotażu, sabotażem, sabotage
δολιοφθορά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szabotálás, szabotázs, a szabotázs, szabotázzsal, szabotázsra, szabotázsakciók
δολιοφθορά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sabotaj, sabotajı, bir sabotaj, sabotajlar
δολιοφθορά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
саботаж, саботувати, диверсія
δολιοφθορά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sabotim, sabotimi, sabotazhi, sabotazhin, sabotimin
δολιοφθορά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
саботаж, саботажи, саботиране, за саботаж
δολιοφθορά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сабатаж
δολιοφθορά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saboteerima, sabotaaž, sabotaaži, saboteerimise, sabotaaþi, sabotaażi
δολιοφθορά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
diverzija, sabotaža, sabotaže, sabotažu, diverzijom, sabotirati
δολιοφθορά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skemmdarverka, skemmdarverk, skemmdarverkum, skemmdarverk og, spellvirkjum
δολιοφθορά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sabotažas, diversija, sabotažo, sabotažu, sabotažą
δολιοφθορά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sabotāža, sabotāžu, kaitniecība, kaitniecību
δολιοφθορά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
саботажа, саботажи, саботажата, станува збор за саботажа, диверзантски
δολιοφθορά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sabotaj, sabotajul, sabotajului, sabotarea, sabotaje
δολιοφθορά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sabotáž, sabotaža, sabotažo, sabotaže, sabotaž, sabotažah
δολιοφθορά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sabotáž, sabotovať, sabotáže, akty sabotáže
Τυχαίες λέξεις