Послушный στα ελληνικά
Μετάφραση: послушный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάκουος, ευγενικός, καλός, είδος, πειθήνιος, πλαστικός, άτακτος, υπάκουοι, υπάκουο, υπάκουη, υπάκουα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абрис στα ελληνικά - σκιαγράφηση, διατυπώνω, περίγραμμα, περιγραφή, περιγράμματος, περίληψη, διάρθρωσης
- ведомственность στα ελληνικά - τμήματος, νομαρχιακό, τμημάτων, νομαρχιακών, νομαρχιακές
- возможный στα ελληνικά - ενδεχόμενος, αληθοφανής, εφικτός, νοητός, εύσχημος, αυθεντικός, τάση, ...
- герцогский στα ελληνικά - δουκικός, δουκική, δουκικού, δουκικά, δουκικό
Τυχαίες λέξεις
Послушный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάκουος, ευγενικός, καλός, είδος, πειθήνιος, πλαστικός, άτακτος, υπάκουοι, υπάκουο, υπάκουη, υπάκουα
Μεταφράσεις: υπάκουος, ευγενικός, καλός, είδος, πειθήνιος, πλαστικός, άτακτος, υπάκουοι, υπάκουο, υπάκουη, υπάκουα