Посошок στα ελληνικά
Μετάφραση: посошок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώνω, λέσχη, ρόπαλο, ένα, μία, μια, ενός, ένας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биолог στα ελληνικά - βιολογικός, βιολόγος, βιολόγο, βιολόγου, ο βιολόγος, βιολόγους
- выдюжить στα ελληνικά - υπομένω, αντέχω, υπομείνουν, υπομείνει, υπομένουν, αντέξει, να αντέξει
- доносить στα ελληνικά - πληροφορώ, κουβαλώ, καταδότης, φέρνω, μεταφέρω, έκθεση, έκθεσης, ...
- забраковывать στα ελληνικά - απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Τυχαίες λέξεις
Посошок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώνω, λέσχη, ρόπαλο, ένα, μία, μια, ενός, ένας
Μεταφράσεις: χώνω, λέσχη, ρόπαλο, ένα, μία, μια, ενός, ένας