Λέξη: ναυτικός
Σχετικές λέξεις: ναυτικός
ναυτικός κόμπος, ναυτικός όμιλος χανίων, ναυτικός όμιλος βουλιαγμένης, ναυτικός όμιλος σύρου, ναυτικός όμιλος παλαιού φαλήρου, ναυτικός όμιλος θεσσαλονίκης καφε, ναυτικός όμιλος ελλάδος, ναυτικός όμιλος καλαμαριάς, ναυτικός όμιλος βάρκιζας, ναυτικός όμιλος καλαμάτας, ναυτικός όμιλος, ναυτικός όμιλος θεσσαλονίκης
Συνώνυμα: ναυτικός
θαλασσινός, παραθαλάσσιος, θαλάσσιος, ναυτίλος
Μεταφράσεις: ναυτικός
ναυτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
maritime, nautical, seaman, naval, marine
ναυτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
náutico, marino, marítimo, naval, marinero, gente de mar, marineros, seaman
ναυτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nautisch, gefreite, maritim, seemann, Seemann, Matrose, Matrosen, Seemanns
ναυτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
navigateur, marin, marine, marinier, littoral, naval, maritime, nautique, matelot, le marin
ναυτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marittimo, nautico, navale, marinaio, marittimi, seaman, marinai
ναυτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
marinheiro, marítimo, seaman, marujo, do marinheiro
ναυτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zeeman, zeelieden, matroos, seaman, zeemansboekje
ναυτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
морской, комендор, моряк, навигационный, мореходный, мореплавательный, военно-морской, матрос, сянган, приморский, моряком, моряка
ναυτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
maritim, sjømann, sjømannen, sjømanns, sjømannens, matros
ναυτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sjöman, seaman, sjömannen, matros, sjömans
ναυτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matruusi, merikarhu, merimies, laivaston, merimiehen, seaman, merimiehenä, merimieheksi
ναυτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sømand, matros, sømanden, sømandens, søfarende
ναυτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lodní, námořník, námořní, přímořský, pobřežní, námořnický, mořský, lodník, plavec, námořníkem, námořníka, první námořník
ναυτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybrzeże, żeglarski, żeglarz, nadmorski, morski, marynarz, okrętowy, marynarski, nautyczny, marynarzem, marynarza, seaman
ναυτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tengerparti, hajózási, tengerhajózási, tengermelléki, tengeri, tengerészeti, tengerész, matróz, tengerészt, tengerész felvételének, tengerészeknek számítanak
ναυτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
denizci, seaman, gemici, gemi adamı, bir denizci
ναυτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
моряк, скупар, морською, морській, морської, чоловіків, морський, шлюбний, подружній, моряки, моряка
ναυτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detar, lundërtar, marinar, personeli detar
ναυτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
матрос, моряк, моряк от, моряшката, моряк на
ναυτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
марак, моряк
ναυτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meremees, madrus, meremehe, meremehena, meremeestega, meremehele
ναυτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brodski, morski, nautičkog, mornar, mornarički, pomorac, nautički, pomorski, marinski, primorski, pomorskom, Seaman, moreplovac, Moreplovca
ναυτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háseti, sjómaður, sjó-, sjómaðurinn, á sjó-, sjómennsku
ναυτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jūrininkas, jūreivis, seaman, jūrininko
ναυτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jūrnieks, matrozis, jūrnieka, jūrniekam
ναυτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
морнар, морепловец, морнарите
ναυτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
marinar, marinar din, seaman, marinarul, de marinar
ναυτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mornar, mornarja, pomorščak, mornar iz, Pomorščaku
ναυτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
námorník, námorníci, sailor, námorníka