Посредник στα ελληνικά

Μετάφραση: посредник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντελεστής, ενδιάμεσος, μεσαίος, παράγων, μεσάζων, διαπραγματευτής, παράγοντας, χρηματομεσίτης, έμπορος, μεσάζοντας, μεσίτης, πράκτορας, μεσολαβητής, διαμεσολαβητή, μεσολαβητή, διαμεσολαβητής
Посредник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ассимиляция στα ελληνικά - απορρόφηση, αφομοίωση, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
  • благоволение στα ελληνικά - φιλανθρωπία, καλοσύνη, φήμη και πελατεία, πελατεία, υπεραξία, καλής θέλησης, η υπεραξία
  • взвешивание στα ελληνικά - ζύγισμα, ζύγισης, ζύγιση, ζυγίζουν, ζυγίζει
  • гнусавость στα ελληνικά - σουσουνίζω, ρωθωνίζω, ηχηρά αναπνοή, ομιλώ ερινώς
Τυχαίες λέξεις
Посредник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντελεστής, ενδιάμεσος, μεσαίος, παράγων, μεσάζων, διαπραγματευτής, παράγοντας, χρηματομεσίτης, έμπορος, μεσάζοντας, μεσίτης, πράκτορας, μεσολαβητής, διαμεσολαβητή, μεσολαβητή, διαμεσολαβητής