Λέξη: εφευρίσκω

Σχετικές λέξεις: εφευρίσκω

εφευρίσκω αόριστος, εφευρίσκω συνώνυμα, εφευρίσκω ρήμα, εφευρίσκω συνωνυμο, ευρίσκω κλίση

Συνώνυμα: εφευρίσκω

επινοώ, καταφέρνω, μηχανεύομαι, σκαρώνω

Μεταφράσεις: εφευρίσκω

εφευρίσκω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contrive, invent

εφευρίσκω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inventar, forjar, idear, tramar, ingeniárselas, contrive

εφευρίσκω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erfinden, bewerkstelligen, ausdenken, ersinnen, contrive, fertig bringen

εφευρίσκω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mener, inventer, s'arranger, exécuter, ménager, effectuer, forger, concevoir, accomplir, inventez, imaginer, réaliser, fabriquer, inventent, inventons, se arranger, arranger, ingénier, se ingénier

εφευρίσκω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inventare, escogitare, ideare, contrive, di escogitare

εφευρίσκω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invasão, inventar, invente, urdir, maquinar, contrive, planejar, esforçam

εφευρίσκω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvinden, bedenken, verzinnen, uitdenken, bekokstoven, beramen, contrive

εφευρίσκω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
норовить, ухитриться, ухитряться, изловчаться, вымышлять, изловчиться, справляться, изобрести, создавать, измышлять, придумывать, сочинять, затевать, вымыслить, выгадывать, замышлять, придумать, умудряются, умудриться

εφευρίσκω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppfinne, pønsker, contrive, å contrive, renker

εφευρίσκω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppfinna, contrive, contrive för, snärja, LYCKAS

εφευρίσκω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keksiä, sepustaa, äkätä, suunnitella, hoksata, todeta, contrive, kuteet, onnistua jssk, henkilöhahmoa muodostaa

εφευρίσκω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfinde, udtænke, udtænke en, at opfinde, Stand til

εφευρίσκω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uskutečnit, provést, vymýšlet, vymyslet, vynalézat, vynalézt, podařit, vymysleli

εφευρίσκω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmyślać, wymyślić, wynajdować, wykombinować, ukartować, doprowadzić, wymyślać, zmyślić, wycyrklować, nawymyślać, wydumać, zaplanować, sfabrykować, wykonać, wynaleźć, obmyślać, contrive

εφευρίσκω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feltalál, kiagyal

εφευρίσκω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
icat etmek, planlamak, contrive, icat, argaç

εφευρίσκω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затівати, ухитрятися, придумувати, спокушення, замишляти, починати, розпочинати

εφευρίσκω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sajoj, zbuloj, shpik, të zbuloj, komplotoj, mësuam

εφευρίσκω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смогвам, измислям, планират, измисля, се планират

εφευρίσκω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ладзіць, распачынаць, пачынаць, распальваць, намышляць

εφευρίσκω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leiutama, sepitsema, jssk, Edukas jssk, hakkama saama

εφευρίσκω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otkriti, izumiti, izmisliti, pronaći, izmišljati, dovijati se, dovijati, izumljavati

εφευρίσκω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
contrive

εφευρίσκω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gudrauti, įsigudrinti, išsigudrinti, Wykombinować, Wycyrklować

εφευρίσκω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pamanīties, izgudrot, izdomāt, plānot, tikt galā

εφευρίσκω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смогвам

εφευρίσκω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
născoci, reuși, ticlui, inventa, combina

εφευρίσκω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dokázat, Naučiti

εφευρίσκω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vynájsť, vymyslieť, vynaliezať, vynaliezť
Τυχαίες λέξεις