Постановщик στα ελληνικά
Μετάφραση: постановщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκηνοθέτης, διευθυντής, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архитектор-декоратор στα ελληνικά - διακοσμητής, διακοσμητή, διακοσμήτρια, διακοσμητής της, Ο διακοσμητής
- ваяние στα ελληνικά - λαξευτής, γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, γλύπτης, γλυπτικής, γλυπτά, ...
- выжигать στα ελληνικά - ισοπεδώνω, κατεδαφίζω, καίω, σβήνω, καεί, καίγονται, φθαρεί, ...
- глухота στα ελληνικά - κώφωση, κώφωσης, την κώφωση, η κώφωση, της κώφωσης
Τυχαίες λέξεις
Постановщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκηνοθέτης, διευθυντής, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια
Μεταφράσεις: σκηνοθέτης, διευθυντής, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια