Λέξη: ράντσο

Σχετικές λέξεις: ράντσο

ράντσο σοφικό, ράντσο σοφικό κορινθίας, ράντσο κιλκίς, ράντσο κρεβάτι, ράντσο λευκοχώρι

Συνώνυμα: ράντσο

μέγα κτηνοτροφικόν κτήμα, κτηνοτροφικό αγρόκτημα, φυτεία

Μεταφράσεις: ράντσο

ράντσο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ranch, the ranch, cattle ranch

ράντσο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hacienda, estancia, rancho, Ranch, rancho de

ράντσο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ranch, farm, Ranch, Farm, rana esculenta

ράντσο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
domaine, ferme, ranch, bien, ranch de, un ranch, élevage

ράντσο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fattoria, ranch, rancho, ranch di, di Ranch

ράντσο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fazenda, ramificar, rancho, granja, Ranch, estância, do rancho

ράντσο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goed, bezitting, landgoed, boerderij, Ranch, boerderij van

ράντσο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заниматься, ферма, ранчо, Ranch, Ранч

ράντσο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ranch, ranchen, fra Ranch

ράντσο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ranch, ranchen, Ranchens

ράντσο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maatila, tarhata, tarha, karjatila, ranch, ranchilla, maatilalle, karjatilalla

ράντσο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bondegård, ranch, ranchen

ράντσο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
farma, ranč, Ranch, ranči, ranče

ράντσο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
farma, gospodarstwo, ranczo, ranch, rancho, farmie

ράντσο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
farm, tanya, Ranch, tanyán, farmerkodik

ράντσο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çiftlik, ahır, ranch, çiftliği, çiftliğinde

ράντσο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виконався, ранчо

ράντσο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fermë, Ranch, fermë të, punoj në fermë, fermë me

ράντσο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ранчо, ранчото, ферма, ферма за, ранчото на

ράντσο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добра, ранча, ранчы

ράντσο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rantšo, Ranch, rantšos, rant, Ranch linnas

ράντσο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gospodarstvo, stočarsko, ranč, Ranch, ranča, farma, je ranč

ράντσο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Ranch

ράντσο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ranča, Ranch, rančos, rančą, gyventi fermoje

ράντσο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ferma, sēta, rančo, Ranch

ράντσο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ранч, ранчот, ранч во, ранчот на, сточарски

ράντσο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ranch, ferma, fermă de, fermă

ράντσο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ranč, ranch, ranču, ranča, Mrcina

ράντσο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ranč, ranc, ranch
Τυχαίες λέξεις