Поступать στα ελληνικά

Μετάφραση: поступать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, αποδίδω, προχωρώ, μπαίνω, εξαναγκάζω, συμπεριφέρομαι, έρχομαι, εκτελώ, αγορά, κάνω, φθάνω, προβαίνω, φτάνω, πράξη, φτιάχνω, εισέρχομαι, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Поступать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гармонизировать στα ελληνικά - εναρμονίζω, εναρμόνιση, την εναρμόνιση, εναρμονίσει, εναρμόνιση των, εναρμονιστούν
  • гороховидный στα ελληνικά - pisiform
  • достопамятный στα ελληνικά - αξέχαστος, αξιομνημόνευτος, αλησμόνητος, αξέχαστες, αξέχαστη, αξέχαστο, αξιοσημείωτη, ...
  • зависящий στα ελληνικά - εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
Τυχαίες λέξεις
Поступать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, αποδίδω, προχωρώ, μπαίνω, εξαναγκάζω, συμπεριφέρομαι, έρχομαι, εκτελώ, αγορά, κάνω, φθάνω, προβαίνω, φτάνω, πράξη, φτιάχνω, εισέρχομαι, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν