Посягатель στα ελληνικά
Μετάφραση: посягатель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блокировать στα ελληνικά - φραγμός, εξουσιοδοτούμαι, επενδύω, απενεργοποιώ, αχρηστεύω, στηρίγματα, διορίζομαι, ...
- втирать στα ελληνικά - τρίβω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
- дроги στα ελληνικά - καφέ, κούρνια, καστανός, νεκροφόρα, νεκροφόρας, hearse, με μισθωμένα λεωφορεία
- жизнеутверждающий στα ελληνικά - ουσιώδης, ζωτικός, ζωτικής σημασίας, ζωτικό, ζωτική, ζωτικής
Τυχαίες λέξεις
Посягатель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή
Μεταφράσεις: εισβολέας, επιδρομέας, εισβολέα, εισβολέως, κατακτητή