Потенциал στα ελληνικά

Μετάφραση: потенциал, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανότητα, ενδεχόμενος, τάση, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
Потенциал στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возбудимый στα ελληνικά - ευέξαπτος, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν
  • грустить στα ελληνικά - θρηνώ, μετανιώνω, πενθώ, λύπη, θλίβομαι, λυπάμαι, λυπημένος, ...
  • добыть στα ελληνικά - επιφέρω, αποκτώ, αποσπώ, βγάζω, παίρνω, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, ...
  • доносчик στα ελληνικά - καταδότης, αρουραίος, χαφιές, πληροφορητής, πληροφοριοδότης, την INFORMER
Τυχαίες λέξεις
Потенциал στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανότητα, ενδεχόμενος, τάση, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς