Λέξη: σφετερισμός
Σχετικές λέξεις: σφετερισμός
σφετερισμός συνώνυμα, σφετερισμός συνώνυμο, σφετερισμός σημασία, σφετερισμός ορισμός
Συνώνυμα: σφετερισμός
μετατροπή, αλλαγή θρησκεύματος, προσηλύτιση, προσηλυτισμός, υπεξαίρεση, κατάχρηση χρημάτων, οικειοποίηση, χρήματα προωρισμένα για κάτι
Μεταφράσεις: σφετερισμός
σφετερισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appropriation, usurpation, defalcation, usurpation of, misappropriation
σφετερισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
usurpación, la usurpación, usurpacion, usurpación de, usurpaciones
σφετερισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aneignung, fördermittel, besitznahme, annexion, Usurpation, Anmaßung, widerrechtliche Aneignung, Aneignung
σφετερισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
occupation, appropriation, usurpation, allocation, l'usurpation, usurpations, d'usurpation
σφετερισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
usurpazione, un'usurpazione, usurpazioni, l'usurpazione, dell'usurpazione
σφετερισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
usurpação, a usurpação, usurpation, de usurpação, usurpações
σφετερισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overweldiging, usurpatie, usurpation, aanmatiging
σφετερισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ассигнование, назначение, присвоение, предназначение, узурпация, узурпации, узурпацию, узурпацией
σφετερισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilraning, flytting, usurpasjon, berøvelsen, usurpation
σφετερισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
usurpation, obehörigt bruk, usurpationen, av obehörigt bruk, tillskansa
σφετερισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anastamista, väärennöksiin, luvattoman käytön, väärinkäytöltä, luvattoman käytön perusteella
σφετερισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
usurpation, tilegnelse, ulovlig tilegnelse, bemægtigelse
σφετερισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přivlastnění, uzurpace, uchvácení, usurpation, uzurpování, uzurpaci
σφετερισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeznaczenie, przywłaszczenie, asygnowanie, przyznanie, uzurpacja, uzurpacją, uzurpacji, usurpation
σφετερισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felhasználás, hitelkeret, bitorlás, visszaéléssel, bitorlása, a bitorlás, bitorló
σφετερισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gasp, usurpation, el koyma, gaspları, gasp edilmiş olanın
σφετερισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
призначення, асигнування, присвоєння, призначання, узурпація
σφετερισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
uzurpim, uzurpimi, uzurpimit, uzurpimi i, uzurpimet
σφετερισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
анексия, узурпиране, присвояване, узурпация, опит за присвояване, заграбване
σφετερισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзурпацыя, узурпацыя
σφετερισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eraldis, fond, võõrandamine, anastamine, usurpeerimine, usurpeerimist, usurpeerimise, tähiste loata kasutamisega
σφετερισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opredjeljivanje, određivanje, uzurpacija, prisvajanje, uzurpacije, zauzimanje
σφετερισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
usurpation
σφετερισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uzurpacija, paveržimas, Uzurpācija, Uzurpacja, Samozwaństwo
σφετερισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzurpācija, uzurpēšana, nelikumīga piesavināšanās
σφετερισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
узурпација, узурпацијата, присвојување, присвојувањето, приграбување
σφετερισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uzurpare, uzurparea, uzurpării, de uzurpare, uzurpări
σφετερισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uzurpacija, Prisvajanje
σφετερισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uzurpácii
Τυχαίες λέξεις