Λέξη: τηλέφωνο
Σχετικές λέξεις: τηλέφωνο
τηλέφωνο nova, τηλέφωνο πεδυ, τηλέφωνο οσε, τηλέφωνο δεη, τηλέφωνο taxisnet, τηλέφωνο εξυπηρέτησης πελατών wind, τηλέφωνο ραντεβού πεδυ, τηλέφωνο vodafone, τηλέφωνο χρυσής ευκαιρίας, τηλέφωνο εοπυυ, κινητό τηλέφωνο, nova τηλέφωνο, τηλέφωνο cosmote, τηλέφωνο forthnet, ασύρματο τηλέφωνο, δεη τηλέφωνο, τηλέφωνο wind, τηλεφωνικός κατάλογος
Μεταφράσεις: τηλέφωνο
τηλέφωνο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
telephone, phone, telephone number, the phone, phone Number
τηλέφωνο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
telefonear, llamar, teléfono, de teléfono, del teléfono, el teléfono, telefónico
τηλέφωνο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angerufener, fernsprecher, fernsprechapparat, anrufen, telefon, Telefon, telefonisch, Handy
τηλέφωνο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appeler, crier, téléphonique, téléphone, tél, de téléphone, le téléphone
τηλέφωνο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
telefonico, chiamare, telefono, telefonare, telefono cellulare, di telefono, cellulare
τηλέφωνο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
telemetria, telefone, telefonar, chamar, de telefone, do telefone, telemóvel, celular
τηλέφωνο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heten, roepen, telefoneren, telefoon, opbellen, de telefoon, telefoonnummer, toestel, telefonisch
τηλέφωνο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
телефонировать, телефон, телефона, телефонный, телефоне, Телефон с
τηλέφωνο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
telefon, telefonere, telefonen, telefonnummer
τηλέφωνο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
telefonera, telefon, telefonen, telefonnummer
τηλέφωνο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kutsua, puhelin, sanoa, puhelimen, puhelimeen, puhelimitse, puhelinta
τηλέφωνο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
telefon, ringe, telefonere, opkald, telefonen, telefonens, telefonnummer
τηλέφωνο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
telefonní, volat, telefon, telefonu, telefon s, tel
τηλέφωνο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łącznica, telefonować, zegarynka, telefon, telefonu, telefony, komórkowy, phone
τηλέφωνο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
telefon, telefont, telefonon, Távbeszélő, telefonszámon
τηλέφωνο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
seslenmek, telefon, telefonu, Phone, Telefonunuz, telefonun
τηλέφωνο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
телефон, телефонний, телефону
τηλέφωνο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
telefon, telefonoj, telefonit, telefoni, telefonin, e telefonit
τηλέφωνο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
телефон, телефона, телефонен, телефони, телефонния
τηλέφωνο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клiкаць, тэлефон, телефон
τηλέφωνο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
telefon, telefoni, Phone, telefoniga, telefonis
τηλέφωνο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
telefonirati, telefonske, telefon, telefonirali, telefona, telefonski, telefonu, putem telefona
τηλέφωνο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
simi, hringja, sími, síminn, símann, síma, símanum
τηλέφωνο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
telefonas, skambinti, telefono, telefoną, Tel, telefone
τηλέφωνο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
telefons, telefona, tālruņa, tālrunis, tālruni
τηλέφωνο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
телефон, телефонот, телефонски, телефонскиот, телефони
τηλέφωνο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
telefon, telefonie, telefona, telefonul, de telefon, telefonului, telefonică
τηλέφωνο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
telefon, telefonirati, phone, telefona, telefonu, telefonska
τηλέφωνο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
telefón, telefóny, mobil, telefónu
Στατιστικά δημοτικότητας: τηλέφωνο
Τυχαίες λέξεις