Потребление στα ελληνικά
Μετάφραση: потребление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανάλωση, δαπάνη, χρησιμοποιώ, φθίση, απορρόφηση, δαπάνες, χρήση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вакцинация στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολιασμός, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
- воображать στα ελληνικά - φαντάζομαι, γούστο, γουστάρω, φανταστικός, προτίμηση, εικόνα, φανταστείτε, ...
- вычисленный στα ελληνικά - υπολογίζεται, υπολογίστηκε, υπολογιστεί, υπολογίζονται, που υπολογίζεται
- египтянка στα ελληνικά - Αιγύπτιος, αιγυπτιακή, αιγυπτιακό, αιγυπτιακές, αιγυπτιακής
Τυχαίες λέξεις
Потребление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανάλωση, δαπάνη, χρησιμοποιώ, φθίση, απορρόφηση, δαπάνες, χρήση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Μεταφράσεις: κατανάλωση, δαπάνη, χρησιμοποιώ, φθίση, απορρόφηση, δαπάνες, χρήση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από