Потребовать στα ελληνικά
Μετάφραση: потребовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζήτηση, απαιτώ, ζητώ, απαίτηση, ζήτησης, της ζήτησης, τη ζήτηση, η ζήτηση
Μεταφράσεις
- авантюристический στα ελληνικά - παράτολμος, περιπετειώδη, περιπετειώδεις, τολμηροί, περιπετειώδες
- альтруизм στα ελληνικά - αλτρουιστής, φιλαλληλία, αλτρουϊσμός, αλτρουισμό, αλτρουισμός, αλτρουισμού
- вероотступничество στα ελληνικά - αποστασία, αποστασίας, την αποστασία, η αποστασία, της αποστασίας
- дюйм στα ελληνικά - ίντσα, ιντσών, ίντσες, ίντσας, inch
Τυχαίες λέξεις
Потребовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζήτηση, απαιτώ, ζητώ, απαίτηση, ζήτησης, της ζήτησης, τη ζήτηση, η ζήτηση
Μεταφράσεις: ζήτηση, απαιτώ, ζητώ, απαίτηση, ζήτησης, της ζήτησης, τη ζήτηση, η ζήτηση