Потуплять στα ελληνικά

Μετάφραση: потуплять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βολή, ρίξιμο, επιτελείο, απαγχονίζω, potuplyat
Потуплять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автохтонный στα ελληνικά - ιθαγενής, αυτόχθονη, αυτόχθων, αυτόχθονες, αυτόχθονης, αυτόχθονα
  • вооружаться στα ελληνικά - χέρι, όπλο, μπράτσο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
  • генерал στα ελληνικά - γενικός, στρατηγός, Γενική, Γενικές, Γενικά, Γενικής
  • дуреть στα ελληνικά - αρμόζω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι, μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Потуплять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βολή, ρίξιμο, επιτελείο, απαγχονίζω, potuplyat