Похаживать στα ελληνικά

Μετάφραση: похаживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βήμα, ρυθμός, δρασκελιά, φόρα, σουλατσάρω, pohazhivat
Похаживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акушер στα ελληνικά - μαιευτήρας, μαιευτήρα, γυναικολόγος, obstetrician, ο μαιευτήρας
  • ахать στα ελληνικά - αναστεναγμός, αναστενάζω, αναφωνώ, αναφωνήσει, να αναφωνήσει, αναφωνούσε, exclaim
  • благообразный στα ελληνικά - ελκυστικός, ευπαρουσίαστος, όμορφος, όμορφο, ωραίος, όμορφου
  • выжидательный στα ελληνικά - αναμένων, μέλλουσα, μέλλουσες, εγκύων, τις μέλλουσες
Τυχαίες λέξεις
Похаживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βήμα, ρυθμός, δρασκελιά, φόρα, σουλατσάρω, pohazhivat