Εμβέλεια στα αγγλικά

Μετάφραση: εμβέλεια, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
range, scope, scope of, range of, reach
Εμβέλεια στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εμβέλεια

range
  • σειρά
  • τάξη
  • έκταση
  • αχτίνα
  • απόσταση
  • εμβέλεια

Σχετικές λέξεις: εμβέλεια

εμβέλεια κπε, εμβέλεια wifi, εμβέλεια ετυμολογία, εμβέλεια λεξικό, εμβέλεια στα αγγλικα, εμβέλεια λεξικό γλώσσας αγγλικά, εμβέλεια στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εμαγιέ στα αγγλικά - enamel, enamelled, enameled, of enamelled, enameled wire
  • εμβάθυνση στα αγγλικά - probing, deepening, deepen, depth, deeper, deepened
  • εμβολίζω στα αγγλικά - ram, embolized, rams
  • εμβολιάζω στα αγγλικά - inoculate, vaccinate, ingrain, engraft, graft
Τυχαίες λέξεις
Εμβέλεια στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: range, scope, scope of, range of, reach