Похищать στα ελληνικά

Μετάφραση: похищать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουτώ, κλέβω, αρπάζω, σφετερίζομαι, λεηλατώ, απάγω, απαγαγώ, απαγάγουν, απαγάγει, απάγουν, απαγάγουν την
Похищать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беззвучный στα ελληνικά - σιωπηλός, χαζός, μουγγός, αθόρυβος, άηχος, soundless, αθόρυβη, ...
  • большевизм στα ελληνικά - μπολσεβικισμό, μπολσεβικισμού, Ο μπολσεβικισμός, τον μπολσεβικισμό, του μπολσεβικισμού
  • былое στα ελληνικά - περασμένος, παρελθόν, πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
  • взбудораженный στα ελληνικά - αγχώδης, ανήσυχος, flurried
Τυχαίες λέξεις
Похищать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουτώ, κλέβω, αρπάζω, σφετερίζομαι, λεηλατώ, απάγω, απαγαγώ, απαγάγουν, απαγάγει, απάγουν, απαγάγουν την