Пребывать στα ελληνικά

Μετάφραση: пребывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είμαι, εμμένω, συνεχίζομαι, χρονοτριβώ, διαμένω, μένω, συνεχίζω, κατοικώ, βρίσκομαι, διανύω, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου
Пребывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вызвать στα ελληνικά - προκαλώ, κλήση, τηλεφωνώ, αιτία, ξεσηκώνω, καλώ, σκοπός, ...
  • выступить στα ελληνικά - βήμα, διαφαίνομαι, αποδίδω, διάβημα, φαίνομαι, εμφανίζομαι, εκτελώ, ...
  • генетик στα ελληνικά - γενεσιολόγος, γενετησιολόγο, γενετησιολόγος, γενετιστής, γενετιστή
  • даровитость στα ελληνικά - χαρισματικότητα, giftedness, χαρισματικός, χαρισματικότητας
Τυχαίες λέξεις
Пребывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είμαι, εμμένω, συνεχίζομαι, χρονοτριβώ, διαμένω, μένω, συνεχίζω, κατοικώ, βρίσκομαι, διανύω, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου