Преграждать στα ελληνικά
Μετάφραση: преграждать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίσχος, στείρα, φραγμός, στέλεχος, κωλυσιεργώ, παρακωλύω, εμποδίζω, στηρίγματα, διακόπτω, κάγκελο, μπαρ, φράζω, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банальность στα ελληνικά - πεζότητα, κοινός, σαχλαμάρα, κοινοτυπία, κοινοτοπία, κοινοτυπίας, κοινοτοπίας, ...
- взять στα ελληνικά - ώμος, σπάλα, παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, ...
- ворует στα ελληνικά - κλεψίματα, κλέβει, κλέβουν, κλέβει μέσα
- вывалить στα ελληνικά - απολύω, ρυάκι, πετώ, κυλώ, πέταγμα, άφεση, εκπυρσοκρότηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Преграждать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίσχος, στείρα, φραγμός, στέλεχος, κωλυσιεργώ, παρακωλύω, εμποδίζω, στηρίγματα, διακόπτω, κάγκελο, μπαρ, φράζω, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Μεταφράσεις: μίσχος, στείρα, φραγμός, στέλεχος, κωλυσιεργώ, παρακωλύω, εμποδίζω, στηρίγματα, διακόπτω, κάγκελο, μπαρ, φράζω, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες