Предвосхищать στα ελληνικά
Μετάφραση: предвосхищать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορίζω, προκαταλαμβάνω, παρέχω, προβλέπω, προνοώ, προχρονολογούμαι, προλαμβάνω, φαντάζομαι, πρόγνωση, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выпрямитель στα ελληνικά - ανορθωτής, ανορθωτή, ανόρθωσης, του ανορθωτή, ανορθώσεως
- высушивать στα ελληνικά - ξηρός, στραγγίζω, στεγνός, εξάτμιση, οχετός, στερεύουν, στεγνώσει, ...
- глотание στα ελληνικά - χελιδόνι, καταπίνω, καταπιούν, καταπιεί, καταπιείτε
- единовластие στα ελληνικά - αυτοκρατορία, μονοκρατορία, μονοκρατορίας, μονοκρατία, την μονοκρατορία, μονοκρατικό
Τυχαίες λέξεις
Предвосхищать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορίζω, προκαταλαμβάνω, παρέχω, προβλέπω, προνοώ, προχρονολογούμαι, προλαμβάνω, φαντάζομαι, πρόγνωση, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει
Μεταφράσεις: καθορίζω, προκαταλαμβάνω, παρέχω, προβλέπω, προνοώ, προχρονολογούμαι, προλαμβάνω, φαντάζομαι, πρόγνωση, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει