Предотвращать στα ελληνικά
Μετάφραση: предотвращать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προλαβαίνω, απαγορεύω, παρακωλύω, αποκλείω, εμποδίζω, αποτρέπω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- быстро στα ελληνικά - άπταιστα, έγκαιρα, υποκινώ, γοργός, γοργά, ωθώ, χαϊδεύω, ...
- вспениться στα ελληνικά - αφρίζω, αφρός, αφρού, αφρό, αφρίσματος, αφρώδους κρέμας
- густеть στα ελληνικά - δένω, παίρνω, αυξάνομαι, αποκτώ, μεγαλώνω, πυκνώνω, πήζω, ...
- доводить στα ελληνικά - διαφωνώ, αιτία, παφλάζω, γόνατα, διαπληκτίζομαι, λόγος, αιτιολογία, ...
Τυχαίες λέξεις
Предотвращать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προλαβαίνω, απαγορεύω, παρακωλύω, αποκλείω, εμποδίζω, αποτρέπω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Μεταφράσεις: προλαβαίνω, απαγορεύω, παρακωλύω, αποκλείω, εμποδίζω, αποτρέπω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει