Λέξη: καταβροχθίζω

Σχετικές λέξεις: καταβροχθίζω

καταβροχθίζω συνωνυμα, καταβροχθίζω αγγλικά, καταβροχθίζω ετυμολογια

Συνώνυμα: καταβροχθίζω

παρατρώγω, καταπίνω, καταρροφώ, λαρυγγίζω, καταναλώνω, καταναλίσκω, δαπανώ, ξοδεύω, σπαταλώ, παραγεμίζω

Μεταφράσεις: καταβροχθίζω

καταβροχθίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gobble, devour, engorge, gobble up, engulf

καταβροχθίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
engullir, devorar, gobble, tragarse, engulla

καταβροχθίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlucken, fressen, verschlingen, gobble

καταβροχθίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
absorber, dévorer, engloutir, empiffrer, manger, engouffrer, avaler, consumer, glousser, glouglouter, bâfrer, gober

καταβροχθίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divorare, trangugiare, inghiottire, mangiarsi, gobble

καταβροχθίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
devorar, gobble, devora, devore, devorá

καταβροχθίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verslinden, schrokken, opslokken, slokken, gobble, slok

καταβροχθίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жрать, поглощать, слопать, съесть, пожирать, скушать, кулдыканье, лопать, рубать, сожрать, поглотить, уничтожать, истреблять, разрушать, трескать, пожирают, проглотить, пожрать

καταβροχθίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sluke, spiser, gobble, ete, sluker

καταβροχθίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sluka, gobble, kluckande, glufsa, kluck

καταβροχθίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hotkia, hotkaista, syödä, niellä, ahmaista, ahmia, syö, gobble, kahmaista

καταβροχθίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pludre, gobble, sluge, opsluge, mortensaften

καταβροχθίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pohltit, strávit, sžírat, žrát, zhltnout, hudrovat, hltat, zničit, sežrat, spolknout, spolykat, spolykají

καταβροχθίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pożreć, żreć, pożerać, gulgot, chłonąć, pochłaniać, bulgotać, gulgotać, gobble, pochłaniają, pożerają

καταβροχθίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zabál, fal, felfalni, felfalják

καταβροχθίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silip süpürmek, süpürmek, taklidi, yalayıp yutmak, gobble

καταβροχθίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поглинати, з'їсти, нищити, поглиньте, поглинути, пожирати, жерти, жерли, пожере

καταβροχθίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
llup, gëlltis, të gëlltis, thërres si gjel deti, këngë e gjelit të detit

καταβροχθίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
крякане, крякам, лапам, клю, да погълне

καταβροχθίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пажыраць, жэрці, пажыраць мяне, зжыраць

καταβροχθίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kulistama, kugistama, ahmima, Kahmaista, Hotkaista

καταβροχθίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pojesti, proždirati, dograbiti, jesti halapljivo, halapljivo, halapljivo jesti, utjerivanje u rupu

καταβροχθίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gobble

καταβροχθίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ryti, čepsėti, burbuliuoti, šlemšti, šlamšti, bambėti

καταβροχθίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rīt, buldurēšana, buldurēt, ātri ēst

καταβροχθίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лапам, се лапам

καταβροχθίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înghiți, îndopa, se îndopa, devoreaza, infuleca

καταβροχθίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogoltnejo, Halapljivo, Halapljivo jesti

καταβροχθίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zničiť, pohltiť, absorbovať, pohlti, pohltit
Τυχαίες λέξεις