Предпринимать στα ελληνικά

Μετάφραση: предпринимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχή, εκτοξεύω, αρχίζω, ξεκινώ, εξαπολύω, ξεκίνημα, καθελκύω, αναλαμβάνουν, αναλαμβάνει, αναλάβουν, να αναλάβει, αναλάβει
Предпринимать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авангардизм στα ελληνικά - κίνημα, κίνηση, avant, αβάν, πρωτοποριακό, πρωτοπορία, πρωτοπορίας
  • бесполый στα ελληνικά - νεκρό, ουδέτερος, άφυλος, ασεξουαλικών, ασεξουαλική, μονογονική, μονογονικός
  • голец στα ελληνικά - είδος μικρού κυπρίνου, Λόουτς, Loach, φιδόψαρο, ο Λόουτς
  • гробница στα ελληνικά - λάρνακα, παρεκκλήσι, τάφος, λειψανοθήκη, τάφο, τάφου, τον τάφο, ...
Τυχαίες λέξεις
Предпринимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχή, εκτοξεύω, αρχίζω, ξεκινώ, εξαπολύω, ξεκίνημα, καθελκύω, αναλαμβάνουν, αναλαμβάνει, αναλάβουν, να αναλάβει, αναλάβει