Λέξη: παραλύω

Σχετικές λέξεις: παραλύω

παραλύω λεξικό, παραλύω άννα βίσση, παραλύω συνώνυμα, παραλύω στίχοι

Συνώνυμα: παραλύω

ναρκώνω, απονεκρώνω, μουδιάζω, αδυνατίζω, αφαιρώ την ανδρικότητα, αφαιρώ τους άνδρες, σακατεύω, νευροκοπώ, αναστατώνω, αποδιοργανώνω

Μεταφράσεις: παραλύω

παραλύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
paralyse, paralyze, hamshackle, disorganize, hamstring, numb

παραλύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paralizar, paralizar a, paralizar la, paralizaría, paralizan

παραλύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lähmen, paralysieren, zu lähmen, lahm, lahmlegen

παραλύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
paralyser, de paralyser, paralyser les, paralyserait, paralyse

παραλύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paralizzare, di paralizzare, paralizzano, paralizzare i, paralizzerebbe

παραλύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paralisar, entorpecer, paralela, paralisam, paralisar a, paralizar, paralisá

παραλύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lamleggen, verlammen, te verlammen, verlamt, verlamd

παραλύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ослабить, парализовать, парализует, парализуют, парализовывать

παραλύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lamme, paralysere, paralyze, lammer, lammet

παραλύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
paralysera, förlama, lamslå, förlamar, lamslår

παραλύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lamaannuttaa, halvaannuttaa, lamauttaa, lamauttaisi, lamauta

παραλύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lamme, lammer, paralysere, at lamme, lammelse

παραλύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
paralyzovat, potlačit, ochromit, ochromí, paralyzují, paralyzovala

παραλύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sparaliżować, paraliżować, paraliżują, sparaliżuje, paraliżowania

παραλύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megbénít, paralizál, megbéníthatja, megbénítani, megbénítaná a

παραλύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aksatmak, durdurmak, felç, paralize, felce

παραλύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паралізувати, ослабити, послабити, паралізуйте

παραλύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtang, paralizoj, paralizojë, të paralizojë, paralizojnë

παραλύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парализирам, парализира, парализират, да парализира, парализирало

παραλύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паралізаваць

παραλύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
halvama, paralüüsima, paralüseerima, Lamaannuttaa, halvata

παραλύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
paralizirati, ukočiti, umrtviti, oduzeti, paraliziraju, paralizira, paraliziranje

παραλύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lama, paralyze, að paralyze

παραλύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paralyžiuoti, paralyžiuotų, paralyžiuoja, paralyžuoti

παραλύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paralizēt, paralizē, paralizētu, paralizēs, vai paralizēt

παραλύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
парализира, парализираат, ја парализира, го парализира, парализирање

παραλύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
paraliza, paralizeze, paralizează, a paraliza, să paralizeze

παραλύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
paralizirati, paralizira, ohromiti, paralizirajo, ohromili

παραλύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
paralyzovať, ochromiť, stagnáciu v, stagnáciu, paralyzovat
Τυχαίες λέξεις