Предрешить στα ελληνικά
Μετάφραση: предрешить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκαλώ, αιτία, προξενώ, σκοπός, αποφασίζω, προδικάζει, προδικάζουν, προδικάσει, να προδικάζουν, προδικάζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авианосец στα ελληνικά - αεροπλάνο, φορέας, αεροπλανοφόρο, αεροπλανοφόρου, μεταφορέα αεροσκαφών, μεταφορέας αεροσκαφών, το αεροπλανοφόρο
- бактерия στα ελληνικά - βακτήριο, βακτηρίδιο, βακτηρίου, βακτηριδίου, το βακτήριο
- бессмысленный στα ελληνικά - πολυδάπανος, θυμωμένος, βαρετός, πληκτικός, ανεγκέφαλος, χαζός, λωλός, ...
- глазированный στα ελληνικά - στιλπνός, γυαλιστερός, τζάμια, τζάμι, εφυαλωμένα, τζάμια στα, παράθυρα
Τυχαίες λέξεις
Предрешить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκαλώ, αιτία, προξενώ, σκοπός, αποφασίζω, προδικάζει, προδικάζουν, προδικάσει, να προδικάζουν, προδικάζεται
Μεταφράσεις: προκαλώ, αιτία, προξενώ, σκοπός, αποφασίζω, προδικάζει, προδικάζουν, προδικάσει, να προδικάζουν, προδικάζεται