Предшествующий στα ελληνικά
Μετάφραση: предшествующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτουρώ, προκαταρκτικός, προηγούμενος, διαρκώ, πρώην, τελευταίος, πρόσθιος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безо στα ελληνικά - χωρίς, άνευ, χωρίς να, δεν, χωρίς την
- густота στα ελληνικά - ουσία, πυκνότητα, βάθος, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
- доломит στα ελληνικά - δολομίτη, δολομίτης, ο δολομίτης, δολομίτου
- дядюшка στα ελληνικά - θείος, ο θείος, Uncle, Μπάρμπα, το θείο
Τυχαίες λέξεις
Предшествующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτουρώ, προκαταρκτικός, προηγούμενος, διαρκώ, πρώην, τελευταίος, πρόσθιος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
Μεταφράσεις: φτουρώ, προκαταρκτικός, προηγούμενος, διαρκώ, πρώην, τελευταίος, πρόσθιος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα