Λέξη: αφιερώνω

Σχετικές λέξεις: αφιερώνω

αφιερώνω γερμανικα, σου αφιερώνω, στο αφιερώνω, αφιερώνω στα αγγλικά, αφιερώνω χρόνο english, αφιερωνω συνώνυμα

Συνώνυμα: αφιερώνω

αφοσιώνω, εγκαινιάζω, αγιάζω, καθαγιάζω, αγιοποιώ, καθιερώ, χειροτονώ

Μεταφράσεις: αφιερώνω

αφιερώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
devote, dedicate, consecrate, sanctify, spend

αφιερώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consagrar, dedicar, dedicarse, dedicarle, dedicará, dedicarme

αφιερώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schenken, widmen, weihen, zu widmen, widme, widmet

αφιερώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adonnons, vouer, dédier, sacrifier, dévouer, destiner, consacrer, bénir, adonnent, adonner, sacrer, adonnez, affecter, consacrera, de consacrer

αφιερώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consacrare, dedicare, dedicarsi, dedicare la, dedicherà, dedicano

αφιερώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
votar, dedicar, oferecer, consagrar, dedicam, dedico, dedicamos

αφιερώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spenderen, toewijden, opdragen, wijden, te wijden, besteden, inzetten

αφιερώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
посвятить, посвящать, предаваться, уделять, посвящаю, посвящаем, выделить

αφιερώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vie, tilegne, dedikere, innvie, vier

αφιερώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ägna, avsätta, tillägna, tillägnar, inviga

αφιερώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omistautua, luovuttaa, vihkiä, omistaa, Omistan, omistamaan, panostaa

αφιερώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dedikere, afsætte, dedikerer, vie, hellige

αφιερώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zasvětit, věnovat, obětovat, posvětit, vyhradit, věnují, věnoval

αφιερώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeznaczać, poświęcać, przeznaczyć, oddawać, zadedykować, dedykować, poświęcić

αφιερώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szán, szenteli, szentelik, szánni, szentelje

αφιερώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adamak, adamaya, ayırmanız, ithaf, ayırmak

αφιερώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
присвятити, присвятіть, віддаватися, присвячувати, посвячувати

αφιερώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kushtoj, dedikoj, të kushtoj, kushtojnë, kushtojë

αφιερώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посвещавам, посвети, посветят, посветя, посветим

αφιερώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прысвячаць, прысьвячаць, пасвячаць, знаёміць, прысвяціць

αφιερώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pühendama, pühendada, suunata, eraldama, pühendavad

αφιερώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posvetiti, ulože, posvećujemo, posveti, posvećuju, posvetite

αφιερώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tileinka, helga, helgar, að tileinka, helga til

αφιερώνω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
devoveo

αφιερώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skirti, paskirti, pašvęsti, skiriame, dedikuoti

αφιερώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veltīt, velta, jāvelta, atvēlēt

αφιερώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
посветуваме, посветат, посвети, посветувам, се посвети

αφιερώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dedica, dedice, dedic, dedicăm, dedică

αφιερώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posvetili, posvetimo, posvetiti, posvetite, posvečam

αφιερώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
venovať
Τυχαίες λέξεις