Πρώην στα ρωσικά
Μετάφραση: πρώην, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
первый, бывалый, прежний, былой, предшествующий, бывший, бывшего, бывшая, экс, бывшим
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρώην
πρώην πασόκοι σατανιστές, πρώην αεροδρόμιο ελληνικού, πρώην ονειροκρίτης, πρώην σχολή ευελπίδων διεύθυνση, πρώην αμερικάνικη βάση ελληνικού, πρώην λεξικό γλώσσας ρωσικά, πρώην στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- πρόωρος στα ρωσικά - недоношенный, безвременный, скороспелый, несвоевременный, преждевременный, поспешный, рано, ...
- πρύμνη στα ρωσικά - хвост, правило, строгий, корма, кормовой, суровый, задний, ...
- πρώιμος στα ρωσικά - ранний, преждевременный, рано, досрочный, преждевременно, скороспелый, начале, ...
- πρώτος στα ρωσικά - головной, предварительно, премьера, передовой, ударный, предпочтительно, главный, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρώην στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: первый, бывалый, прежний, былой, предшествующий, бывший, бывшего, бывшая, экс, бывшим
Μεταφράσεις: первый, бывалый, прежний, былой, предшествующий, бывший, бывшего, бывшая, экс, бывшим