Преждевременный στα ελληνικά
Μετάφραση: преждевременный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώιμος, νωρίς, προηγούμενος, πρόωρος, πρόωρη, πρόωρο, πρόωρης, την πρόωρη
Μεταφράσεις
- аборт στα ελληνικά - άμβλωση, αποβολή, έκτρωση, την άμβλωση, η άμβλωση
- бодро στα ελληνικά - πρόσφατα, χαρωπά, χαρούμενα, ευχάριστα, πρόσχαρα, χαρούμενη
- горняк στα ελληνικά - ανθρακωρύχος, ελάχιστος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
- желательный στα ελληνικά - άξιος, κατάλληλος, επιθυμητός, συνετό, συνετός, εκλέξιμος, εκλόγιμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Преждевременный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώιμος, νωρίς, προηγούμενος, πρόωρος, πρόωρη, πρόωρο, πρόωρης, την πρόωρη
Μεταφράσεις: πρώιμος, νωρίς, προηγούμενος, πρόωρος, πρόωρη, πρόωρο, πρόωρης, την πρόωρη