Препятствовать στα ελληνικά
Μετάφραση: препятствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτρέπω, δυσχεραίνω, φραγμός, προλαβαίνω, απαγορεύω, παρακωλύω, παρεμποδίζω, αποκλείω, ένσταση, μπαρ, κάγκελο, περιορίζω, στηρίγματα, διακόπτω, φράζω, αντιτίθεμαι, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аномальный στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
- ежесуточный στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
- ефрейтор στα ελληνικά - δεκανέας, λόγχη, Λανς, Lance, λόγχης, ο Lance
- жилой στα ελληνικά - κατοικημένος, οικιστικός, κατοικήσιμος, οικιστικών, κατοικίες, κατοικιών, κατοικημένη, ...
Τυχαίες λέξεις
Препятствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτρέπω, δυσχεραίνω, φραγμός, προλαβαίνω, απαγορεύω, παρακωλύω, παρεμποδίζω, αποκλείω, ένσταση, μπαρ, κάγκελο, περιορίζω, στηρίγματα, διακόπτω, φράζω, αντιτίθεμαι, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Μεταφράσεις: αποτρέπω, δυσχεραίνω, φραγμός, προλαβαίνω, απαγορεύω, παρακωλύω, παρεμποδίζω, αποκλείω, ένσταση, μπαρ, κάγκελο, περιορίζω, στηρίγματα, διακόπτω, φράζω, αντιτίθεμαι, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει