Прервать στα ελληνικά
Μετάφραση: прервать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάζω, διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, καταστρέφω, διακόπτω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взаимодействие στα ελληνικά - επικοινωνία, αντίδραση, συνεργασία, αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, η αλληλεπίδραση, ...
- возвратить στα ελληνικά - επιστρέφω, ανακτώ, επιστροφή, στρίβω, σειρά, αντιστρέφω, στροφή, ...
- высказаться στα ελληνικά - διατυπώνω, εκφράζω, μιλούν, μιλήσουν, μιλήσει, μιλήσουμε, εκφραστούν
- желоб στα ελληνικά - σεντούκι, προβοσκίδα, ρείθρο, οχετός, μπαούλο, χαντάκι, τσέπη, ...
Τυχαίες λέξεις
Прервать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάζω, διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, καταστρέφω, διακόπτω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Μεταφράσεις: σπάζω, διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, καταστρέφω, διακόπτω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε